φιλήτωρ

φιλήτωρ
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
το θηλ. η αγαπητή τής καρδιάς ενός προσώπου, η αγαπημένη
αρχ.
1. αγαπητικός, εραστής·2. (με σημ. επιθ.) αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλήτωρ — lover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορα — φιλήτωρ lover masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορας — φιλήτωρ lover masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορι — φιλήτωρ lover masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήτορος — φιλήτωρ lover masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕДЕРАСТИЯ —    • Παιδεραστία,          любовь к мальчикам, явление в своем чистом виде столь же безупречное и нравственное, сколько в своем извращении безнравственное и порочное; в греческой жизни, соответственно особенностям разных племен, оно принимало… …   Реальный словарь классических древностей

  • КРИТ —    • Creta,          Κρήτη, у греков еще н. Крити, по турецки Кирид или Кандиа, самый большой греческий остров, к югу от Кикладских островов, простирается с запада на восток в длину на 35 миль, а ширина меняется от 6 до 2 миль; поверхность его… …   Реальный словарь классических древностей

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • ευνοήτωρ — εὐνοήτωρ, ὁ (Μ) αυτός που σκέπτεται καλά για κάποιον, που ευνοεί κάποιον, που είναι φίλος ή θαυμαστής κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνοώ + κατάλ. τωρ (πρβλ. νικώ / νικήτωρ, φιλώ / φιλήτωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”